- γαίηθεν
- γαίη-θεν, Adv.A from the land, Opp.H.1.39.2 out of the earth, ἐκφύεται γ. Orac. ap.Eus.PE6.2 (App.Anth.6.113); from the earth, ἀναστήσαντες Orac. ib.5.9 (App.Anth.6.162).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαίηθεν — επίρρ. (A) [γαία] 1. από τη γη 2. από το εσωτερικό της γης … Dictionary of Greek
γαίηθεν — from the land indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek